- μυθοποιίας
- μυθοποιίᾱς , μυθοποιίαmaking of fablesfem acc plμυθοποιίᾱς , μυθοποιίαmaking of fablesfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
баснотворениѥ — БАСНОТВОРЕНИ|Ѥ (3*), ˫А с. Ложное учение: дидума и еугриа елиньска˫а написавъша˫а баснотворени˫а. и телесъ нѣкыихъ и доушь намъ обьхожени˫а и непрѣмѣнѥни˫а съблѩдъшемъ оума заблоужениѥмь. и съньныими мѩтежи. (τὰς... μυϑοποιΐας) ΚΕ XII, 41б; Пѩтыи … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Αίσωπος — I (7ος αι. π.Χ.). Συγγραφέας, ο θεωρούμενος πατέρας της μυθογραφίας. Οι πληροφορίες για τη ζωή του είναι αβέβαιες· προέρχονται από μια μυθιστορηματική βιογραφική παράδοση –την οποία συνόδευαν και μύθοι– που τοποθετείται στον 6ο αι. π.Χ.… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek